κατρακύλημα — το [κατρακυλώ] 1. γρήγορο κύλισμα προς τα κάτω, γρήγορη κατολίσθηση 2. απότομη πτώση, ραγδαία μείωση … Dictionary of Greek
κουτρουβάλα — η 1. η πτώση, το κατρακύλημα με το κεφάλι προς τα κάτω 2. η τούμπα 3. κατρακύλημα με συνεχείς, απανωτές τούμπες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματισμός < κουτρουβαλώ] … Dictionary of Greek
κατρακυλώ — άω 1. κυλιέμαι προς τα κάτω, κατέρχομαι γλιστρώντας ή με αλλεπάλληλες ανατροπές (α. «κατρακύλησε από τη σκάλα» β. «το αυτοκίνητο κατρακύλησε στον γκρεμό») 2. (για νερό) χύνομαι 3. κάνω κάποιον να κυλήσει γρήγορα προς τα κάτω, μετακινώ κάποιον ή… … Dictionary of Greek
κατρακύλα — η 1. κατρακύλημα, κουτρουβάλημα 2. τόπος κατάλληλος για κατολίσθηση ογκολίθων 3. οικονομικός ή ηθικός ξεπεσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
κατρακύλισμα — το το κατρακύλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τα παράγωγα ρ. σε ίζω από τον αόρ. κατρακύλησα τού κατρακυλώ, που συνέπιπτε φωνητικά με τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
κουλουμούντρισμα — το [κουλουμουντρίζω] κουτρουβάλημα, ανώμαλο κατρακύλημα … Dictionary of Greek
κουτρουβάλιασμα — το [κουτρουβαλιάζω] η κουτρουβάλα, η πτώση, το κατρακύλημα … Dictionary of Greek
κατρακύλι — κατρακύλι, το και κατρακύλα, η τόπος κατάλληλος για κύλισμα προς τα κάτω, κατρακύλημα: Στον κατήφορο έπαθε τέτοιο κατρακύλι που θα το θυμάται για πάντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατρακύλισμα — το, ατος βλ. κατρακύλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κύλημα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυλάω, κατρακύλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)